- παχύτεροι
- παχύςthickmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
προστερνίδιο — το / προστερνίδιον, ΝΑ [πρόστερνος] 1. (στην αρχαιότητα) ψεύτικο στήθος το οποίο προσάρμοζαν οι ηθοποιοί στον θώρακά τους για να φαίνονται παχύτεροι 2. κάλυμμα ή κόσμημα στο στέρνο τού αλόγου νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που προσαρμόζεται στο… … Dictionary of Greek